θηλυκόμορφος

θηλυκόμορφος
θηλυκόμορφος, -ον (Α)
ο θηλύμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αλλό-μορφος, ομοιό-μορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”